- βελονοπώλης
- βελονο-πώλης, ου, ὁ,A needle-seller, Critias 70 D., Ar.Pl.175:— fem. [suff] βελονό-πωλις, ιδος, Poll.7.197.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βελονοπώλης — βελονοπώλης, ο (θηλ. βελονόπωλις, ιδος, η) (Α) αυτός που πουλάει βελόνες … Dictionary of Greek
βελονοπώλης — needle seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπωλῶν — βελονοπώλης needle seller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπῶλαι — βελονοπώλης needle seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπώλην — βελονοπώλης needle seller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek